- συνεφοδιάζω
- συνεφ-οδιάζω,A help in equipping or assisting, Ptol.Tetr.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεφοδιάζω — Α [ἐφοδιάζω] από κοινού με άλλον εφοδιάζω ή βοηθώ κάποιον … Dictionary of Greek
συνεφοδιαζούσης — συνεφοδιάζω help in equipping pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)